-
1 μεταιτέω
A demand one's share of, c. gen. rei,τῆς βασιληΐης μ. Hdt. 4.146
, cf. 7.150; alsoμέρος τινὸς μ. Ar.V. 972
.2 abs.,μ. παρά τινος D.19.222
, cf. Luc.Nec.17.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταιτέω
См. также в других словарях:
μεταιτώ — μεταιτῶ, έω (Α) [αιτώ] 1. απαιτώ το μερίδιό μου από κάτι 2. παρακαλώ επίμονα, ικετεύω, εκλιπαρώ 3. επαιτώ, ζητιανεύω («διαφέρεις γὰρ οὐδέν σὺ τῶν πτωχῶν, οἳ τὴν ἐφήμερον τροφὴν μεταιτοῡσιν», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek